Video Poster

ZAMA | Συνέντευξη της Χριστίνας Μπίθα με την Lucrecia Martel

Ο Ζάμα, ένας αξιωματούχος του Ισπανικού Στέμματος στη Λατινική Αμερική, περιμένει από τον Βασιλιά την πολυπόθητη μετάθεση του, για χάρη της οποίας αναγκάζεται να κάνει ό,τι τον διατάζουν οι εκάστοτε Κυβερνήτες. Τα χρόνια περνάνε όμως και το γραμμα δεν έρχεται ποτέ. Όταν ο Ζάμα συνειδητοποιήσει ότι περίμενε τόσον καιρό άσκοπα, αποφασίζει να κυνηγήσει, με μια μικρή ομάδα στρατιωτών, ένα διαβόητο ληστή.

Η, συγκλονιστικής ομορφιάς, τετάρτη ταινία μεγάλου μήκους της σκηνοθέτιδος από την Αργεντινή Λουκρέσια Μαρτέλ, με παραγωγούς μεταξύ άλλων τους Πέδρο Αλμοδόβαρ και Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Antonio di Benedetto και αφηγείται με μοναδικό τρόπο τα πάθη του πρωταγωνιστή, που έρχονται βασικά σαν συνέπεια της επιμονής του σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Αυτό κι άλλα πολλά, όπως το πώς είναι να γυρίζεις ταινία στην άλλη άκρη του κόσμου περικυκλωμένη από δηλητηριώδη φίδια, μάς τα εξήγησε η σκηνοθέτις στη συνάντησή μας στο Movie Stars Lounge του Lido, την επόμενη μέρα της παγκόσμιας πρεμιέρας της ταινίας, που συμμετέχει εκτός Διαγωνιστικού στο 74ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας.

 

Πώς είναι να γυρίζεις μια ταινία σε μέρη σαν κι αυτό που είδαμε; Στην άκρη του κόσμου;

Πάντα ήθελα να δουλέψω σε αυτήν την περιοχή της Αργεντινής. Το μέρος είναι πανέμορφο, αλλά, βέβαια και πολύ δύσκολα διαχειρίσιμο. Για κάποιους μήνες ερχόμασταν καθημερινά αντιμέτωποι με πλημμύρες και πουλιά κάθε είδους, μετά πλάκωσαν και τα φίδια.... Σίγουρα εκεί δεν είναι για τουρίστες!
Για παράδειγμα, θα σας αναφέρω τη σκηνή που έρχονται οι ιθαγενείς από το δάσος, το βράδυ. Ήμασταν ήδη όλοι με το νερό να μάς φτάνει πάνω από τα γόνατα. Οι ιθαγενείς έπρεπε να αφήσουν στο έδαφος τα εφόδια που κουβαλούσαν. Ε, τα άφησαν και τα πήραν πάλι αμέσως τρεις-τέσσερις φορές, γιατί το έδαφος ήταν γεμάτο φίδια, δεκάδες φίδια που κρύβονταν στα χόρτα.
 

Δηλητηριώδη;

Πολύ! Από τα πιο επικίνδυνα της Αργεντινής. Ευτυχώς, δεν δάγκωσαν κανέναν, γιατί ήμασταν προετοιμασμένοι.

 

Εσείς, προσωπικά, πώς αισθανόσασταν που βρισκόσασταν σ' ένα τέτοιο μέρος, τόσο ασυνήθιστο για τους περισσότερους ανθρώπους;

Καθαρή ευχαρίστηση. Παίρνω μεγάλη ικανοποίηση από απαιτητικές καταστάσεις όπως η συγκεκριμένη. Για να φανταστείτε, παρόλο που είχαμε πλαστικά παντελόνια και ειδικά υποδήματα στο σετ, εγώ προτιμούσα φοράω τα δικά μου ρούχα και παπούτσια, για να νιώθω σαν στο σπίτι μου. Μετά ακολούθησαν το παράδειγμα μου και κάποιοι άλλοι. Δεν το κάναμε όμως αυτό επειδή ήμασταν κάποιοι τρελοί άνθρωποι που κυκλοφορούσαν χωρίς καμιά αίσθηση του κινδύνου, αλλά επειδή γνωρίζαμε την περιοχή και προσέχαμε.

 

Το Zama πάντως θυμίζει λίγο εκείνες τις ταινίες των '70ς, όπου πήγαινες στις ζούγκλες για να φτιάξεις ταινίες κι έχανες τον εαυτό σου. Άρα αυτό έγινε άθελά σας; 

Μάλλον!  Όχι, δεν γύρισα την ταινία μου σε κατάσταση τρέλας. Μπορεί να υπήρχαν κάποια ναρκωτικά στο σετ, άλλα το συνολικό συναίσθημα ήταν απόλυτα θετικό, βρισκόμασταν όλοι μαζί σ' ένα πανέμορφο μέρος και συνεργαζόμασταν περίφημα. Πιστεύω ότι σ' ένα φιλμ κανείς δεν πρέπει να υποφέρει - όπως έκανε ας πούμε ο Μάρλον Μπράντο, που έβαζε τα πόδια του στον πάγο για να αποκτήσει το πρόσωπό του έκφραση πόνου - ή να λιμοκτονεί ή να κλαίει όλη την ώρα, απλά και μόνο επειδή υποδύεται έναν τέτοιο χαραχτήρα. Ένα από τα θετικά τού να φτιάχνεις ταινίες είναι ακριβώς αυτό, πως πρόκειται για ψέμα. Ναι, σίγουρα γυρίζαμε σε επικίνδυνα μέρη, αλλά από την άλλη μπορεί να κάνεις γύρισμα σ' έναν αυτοκινητόδρομο και να σε πατήσει αυτοκίνητο. Στα '70ς βέβαια κυριαρχούσε αυτή η πρακτική. 

 

Γιατί επιλέξατε αυτήν την ιστορία, ειδικά;

Το σενάριο βασίζεται σ' ένα μυθιστόρημα (σ.σ. Zama, του Antonio di Benedetto) που αναπτύσσει πολλά θέματα. Το πιο σημαντικό για μένα ήταν το θέμα της ταυτότητας. Ο κεντρικός ήρωας, ο Ζάμα, πίστευε πως ήταν κάποιος, επειδή κατείχε συγκεκριμένο αξίωμα κι έτσι περίμενε από τον Βασιλιά να τον μεταθέσει, όπως είχε ζητήσει. Περίμενε μια αποζημίωση για όλα όσα είχε προσφέρει στην πατρίδα του, η οποία όμως δεν ερχόταν ποτέ, κι έτσι κατά ένα τρόπο ένιωθε παγιδευμένος. Κι αυτό είναι ένα τυπικό άγχος και στους καιρούς που ζούμε. Αυτή η ιδέα της συγκεκριμένης ταυτότητας που σχεδόν πάντοτε καταλήγει σε μια αίσθηση ματαίωσης. Θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο ευέλικτοι όσον αφορά το ποιοι είμαστε.  Έτσι θ' αποφύγουμε στο τέλος και το πολύ μπέρδεμα...Αυτό δηλαδή που δεν κατάφερε να κάνει ο Ζάμα: Ο τρόπος με τον οποίο περνάει τις μέρες του είναι ένα καθαρό σημάδι ότι δεν θέλει να παραιτηθεί, να σταματήσει να ελπίζει σε κάτι που θεωρεί, λογικά, ότι θα γίνει. Κι αυτό είναι και το πρόβλημα του.

 

Άρα το Zama είναι μια αλληγορία για τη σύγχρονη εποχή;

Δεν χρησιμοποιώ συμβολισμούς και μεταφορές στις ταινίες μου. Είναι πολύ συγκεκριμένο το πλαίσιο. Εδώ δηλαδή έχουμε έναν άνδρα που δεν του αρέσει όπως τον μεταχειρίζονται, γιατί θεωρεί ότι θα έπρεπε να τον μεταχειρίζονται αλλιώς. Είναι ακριβώς ό,τι βλέπετε, ο Ζάμα, στην εποχή του.

 

Από τη μία, όπως λέτε, είναι πολύ συγκεκριμένο το πλαίσιο αυτής της ιστορίας, από την άλλη είναι αρκετά ελλειπτική κι αινιγματική με τον τρόπο που επιλέξατε να τη διηγηθείτε.  

Στο βιβλίο υπάρχουν τρεις χρονικές περίοδοι από τη ζωή του πρωταγωνιστή. Στο φιλμ  επίσης, οι οποίες όμως δεν είναι τόσο ευδιάκριτες. Κι αυτό, γιατί το μυθιστόρημα έχει γραφεί στο πρώτο πρόσωπο, οπότε πρόκειται για την ιστορία του προσώπου που τη διηγείται και το οποίο γνωρίζει ήδη το τέλος της ιστορίας. Εγώ, επειδή δεν χρησιμοποίησα voice-over, επέλεξα οι χρονικές περίοδοι να είναι λίγο πιο συγκεχυμένες.

 

Πόσο καιρό κράτησαν τα γυρίσματα;

Δέκα εβδομάδες.

 

Είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που απεικονίσατε τους ιθαγενείς στα εσωτερικά γυρίσματα. Τους δείξατε να καπνίζουν, να δείχνουν ανυπακοή, γενικά να δείχνουν σημάδια πως είναι ξεχωριστές οντότητες, κι όχι απλά επέκταση των αφεντικών τους, κάτι που δεν βλέπουμε συχνά σε τέτοιες ταινίες. 

Θα έχετε δει σύγχρονες telenovelas ή αμερικάνικα φιλμ των φίφτις, όπου οι μαύροι υπηρέτες μιλάνε και γενικά συμπεριφέρονται μ' έναν “παιδικό”, αφελή τρόπο. Θέλουμε να πιστεύουμε πως οι υπηρέτες λατρεύουν τους κυρίους τους, επειδή αυτή η βερσιόν μάς βολεύει και θέλουμε να κάνουμε κι άλλους να την πιστέψουν. Γι' αυτό και ήθελα να διαφοροποιηθώ. Την πρώτη φορά που το είδα αυτό ήταν σε ένα φιλμ του Βισκόντι (σ.σ. The Job) με τη Ρόμι Σνάιντερ να υποδύεται ένα πολύ πλούσιο κορίτσι, ενώ οι υπηρέτες γύρω της να συμπεριφέρονται εντελώς χαλαρά, και για μένα τουλάχιστον αυτό ήταν αποκαλυπτικό.

 

Ανάμεσα στους παραγωγούς σας βρίσκονται και οι Πέδρο Αλμοδόβαρ, Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ. Τους βρήκατε εσείς; Εκείνοι;

Ψάχναμε παντού για επιπλέον χρηματοδότηση, η ταινία ήταν δύσκολο να τελειώσει μόνο με τα χρήματα που είχαμε συγκεντρώσει από funds. Οπότε έπρεπε να βρούμε αρκετούς παραγωγούς για να μας βοηθήσουν, και βρήκαμε γύρω στους είκοσι, από τη Λατινική Αμερική, την Ισπανία κλπ. Επειδή φτιάχναμε μια “frontier movie”, μια ταινία που παρουσιάζει τη Νότια Αμερική πριν εκείνη γίνει έθνος, όταν ακόμα ήταν κατακερματισμένη, μια τεράστια αποικία, χρειαζόμασταν τη συμμετοχή διαφόρων εθνικοτήτων, και από οικονομικής και από καλλιτεχνικής πλευράς.  Για παράδειγμα, ο Daniel GimenezCacho που υποδύεται τον Ζάμα είναι από το Μεξικό, ενώ υπάρχουν κι αρκετοί Βραζιλιάνοι ηθοποιοί.

 

Σαν γενικό συμπέρασμα, θα λέγαμε πως την ταινία σας περισσότερο τη νιώθει κάποιος, παρά τη βλέπει; 

Είχαμε συμφωνήσει με την ομάδα μου από την αρχή πως αυτό θέλαμε να βγει προς τα έξω. Μια ταινία σαν trip, όχι πολύ ψυχεδελικό, όχι πολύ των άκρων, αλλά στα σύνορα... Αν κρίνω από την αντίδραση του κοινού εχθές που έγινε η παγκόσμια πρεμιέρα του Zama εδώ στη Βενετία, το πετύχαμε. Είμαι πολύ ικανοποιημένη.